λατομικός

λατομικός
η , ό[ν] карьерный, относящийся к каменоломне

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "λατομικός" в других словарях:

  • λατομικός — ή, ό (Α λατομικός, ή, όν) [λατόμος] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λατομείο ή σε λατόμο αρχ. κατάλληλος για λατόμηση, για εξαγωγή πέτρας ή μαρμάρου …   Dictionary of Greek

  • λατομική — λατομικός for quarrying stones fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατομικῷ — λατομικός for quarrying stones masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»